πρόμετρον

πρόμετρον
πρόμετρος
previous measure
masc/fem acc sg
πρόμετρος
previous measure
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • πρόμετρος — η, ο / πρόμετρος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόμετρο το ακραίο τμήμα τού σχοινιδίου τού δρομομέτρου τών πλοίων αρχ. 1. μακρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόμετρον η προηγούμενη μονάδα μέτρησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μετρος (< μέτρον), πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”